Αδελαΐδα

Αδελαΐδα
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947-949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951-973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983-993). Ακολούθως αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου έμεινε έως τον θάνατό της (999). Ανακηρύχθηκε αγία από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Τιμάται στις 16 Δεκεμβρίου, κυρίως στη Σαξονία της Γερμανίας.
2. Δεύτερη σύζυγος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του Τραυλού, με τον οποίο απέκτησε το 879 τον Κάρολο Γ’ τον Απλό. Το παιδί γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του. Την Α. αρνήθηκε να στέψει βασίλισσα ο πάπας Ιωάννης H’.
3. Πολωνή πριγκίπισσα, αδελφή του ηγεμόνα της Πολωνίας Μιεζλάου Α’ (960-992). Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ουγγαρίας Γκέζα και υπήρξε μητέρα του αγίου Στεφάνου.
4. Α. ή Άλιξ της Σαβοΐας (;-1154). Σύζυγος του Λουδοβίκου ΣΤ’ του Παχύ, βασιλιά της Γαλλίας. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ματθαίο ντε Μονμορανσί. Τελικά αποσύρθηκε στο αβαείο της Μονμάρτης, που είχε ιδρύσει το 1134, στο οποίο και πέθανε.
5. Πριγκίπισσα (1777 – 1847) της Ορλεάνης. Αδελφή του Λουδοβίκου-Φιλίππου, βασιλιά της Γαλλίας, του οποίου υπήρξε πολύτιμος σύμβουλος.
6. Γερμανίδα πριγκίπισσα (1792 – 1849) από τον βασιλικό οίκο του Σαξ-Μαΐνινγκεν. Το 1818 παντρεύτηκε τον βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμο Δ’.
7. Α. Μαρία (1732 – 1800). Κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου IE’. Ο πατέρας της την αγαπούσε για το σπινθηροβόλο πνεύμα της και, αστειευόμενος, την ονόμαζε Μαντάμ Τορσόν (πατσαβούρα). Η προσωπογραφία της φιλοτεχνήθηκε από τον Γάλλο ζωγράφο και ακαδημαϊκό Νατιέ και βρίσκεται στο Μουσείο των Βερσαλιών.
8. Α. της Έσσης. Κόρη του δούκα της Έσσης, Ερρίκου του Σιδηρού. Παντρεύτηκε τον βασιλιά της Πολωνίας Καζίμιρο Γ’ τον Μεγάλο. Ο Καζίμιρος την εξόρισε στο Ζάρνοβιτς, όπου έμεινε 15 χρόνια. Επέστρεψε στην πατρίδα της λίγο πριν από τον θάνατό της.
II
(Adelaide). Πόλη (1.046.000 κάτ. το 2000) της Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της νότιας Αυστραλίας. Την ίδρυσαν το 1836 Άγγλοι άποικοι κοντά στον ποταμό Τόρενς, που ήταν η πρώτη πηγή νερού, λίγα χιλιόμετρα από την ανατολική ακτή του κόλπου του Αγίου Βικεντίου. Η γονιμότητα των γύρω πεδιάδων, η εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό και το μεσογειακού τύπου κλίμα, την ανέδειξαν γρήγορα σε εμπορική, πολιτιστική και πολιτική πρωτεύουσα της πολιτείας. Σήμερα η Α. είναι εξαγωγικό κέντρο των προϊόντων της γύρω περιοχής και της κοιλάδας του Μάρεϊ. Έχει επίσης πολλές βιομηχανίες: συναρμολόγησης αυτοκινήτων, γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων, υφαντουργικές, επίπλων και τροφίμων.
Η πολεοδομική μορφή της Α., που ο ποταμός Τόρενς τη χωρίζει σε δύο μέρη, βόρεια και νότια, χαρακτηρίζεται από μεγάλα πάρκα, πλατιές παράλληλες λεωφόρους, με ωραίες δενδροστοιχίες και σύγχρονα κτίρια. Έχει λιμάνι με σύγχρονες εγκαταστάσεις και ένα άρτιο αεροδρόμιο. Με το εσωτερικό συνδέεται οδικώς και σιδηροδρομικώς. Από το 1876 είναι έδρα πανεπιστημίου και έχει, επίσης, τεχνολογικό ινστιτούτο, μουσεία και πινακοθήκη. Στην Α. κατοικεί περίπου το 70% του πληθυσμού της Ν Αυστραλίας.
Φωτογραφία της Αδελαΐδας από δορυφόρο της NAΣA, τον Μάιο του 1996, από ύψος 287 χλμ. Διακρίνεται η πόλη, στο στόμιο του κόλπου του Αγίου Βικεντίου, και ΝΑ της πόλης (στο κάτω μέρος) μια φωτιά σε ορεινή τοποθεσία της ευρύτερης περιοχής (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
III
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1908. Το φαινόμενο μέγεθός του είναι ίσο πρός 15,4 ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 13,2.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία, Νότια — (South Australia). Ομόσπονδη πολιτεία (984.000 τ. χλμ., 1.518.874 κάτ. το 2001) της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Επειδή βρίσκεται στη γραμμή που ενώνεται το υψίπεδο της Δυτικής Αυστραλίας με τις μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Λοθάριος — I (Lothair). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Λ. A’ (795 – 855). Συμβασιλιάς (817 840) του πατέρα του, Λουδοβίκου του Ευσεβούς, και βασιλιάς (840 855) της Ιταλίας. Υπεράσπισε με αποφασιστικότητα την προνομιακή θέση που… …   Dictionary of Greek

  • καμπέρα — (Canberra, αυστραλιανή προφορά Κάνμπερα). Πόλη (311.518κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από λόφους, περίπου 240 χλμ. ΝΔ του Σίδνεϊ. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αμεδαίος — I (Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του οίκου της Σαβοΐας (11ος 15ος αι.). 1. Α. A’(1000 – 1060). Κόμης της Σαβοΐας, γιος και διάδοχος του Ουμβέρτου του Λευκόχειρα, γενάρχη του οίκου, που πρώτος συγκρότησε το φέουδο –αργότερα κρατίδιο– της Σαβοΐας …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

  • Βερεγκάριος — (Βerengar). Όνομα δύο βασιλιάδων της Ιταλίας και αυτοκρατόρων της Δυτ. Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (; – 924). Ήταν γιος του Εβεράρδου, δούκα του Φρίουλι και ανιψιός του Λουδοβίκου του Αγαθού. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας στην Παβία το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”